- προσομοίῳ
- προσόμοιοςnearly likemasc/neut dat sgπροσόμοιοςnearly likemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσομοιώνω — προσομοιῶ, όω, ΝΜΑ [προσόμοιος] (μτβ.) αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι σχετική ομοιότητα με άλλον ή με κάτι άλλο, παρομοιάζω αρχ. (αμτβ.) 1. είμαι προσόμοιος, προσομοιάζω 2. παριστάνω στην τέχνη … Dictionary of Greek